- παραφράζει
- παραφράζωsay the same thing in other wordspres ind mp 2nd sgπαραφράζωsay the same thing in other wordspres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DORMIO — quasi Dermio, a Graeco δέρμα, i. e. pellis: quemadmodum ex benus, bonus, ex hemo, homo; ex Κερκύρα, Corcyra factum, Nempe vett. haec in pellibus dormiendi consuetudo est: in sacris inptimis, quod proprie Incubare Vett. dixêrunt. Tantopere namque… … Hofmann J. Lexicon universale
VIOLA — inter flores tertium, post rosam nempe liliumque, iuxta Plinium, l. 21. c. 26. in vernis floribus coronariis primum locum, teste Paschaliô, obtinet, utpote veris praenuntia, quam ob causam Graeci ἴον dixêre, παρὰ τὸ ἀνιέναι ταχὺ, quod statim… … Hofmann J. Lexicon universale
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek
δευτερολογία — η αγόρευση από τον ίδιο ρήτορα για δεύτερη φορά πάνω στο ίδιο θέμα, στο οποίο αφαιρεί στοιχεία ή παραφράζει επιχειρήματα άλλου ρήτορα: Στη βουλή, ο πρωθυπουργός πάντα απαντά στην αντιπολίτευση με δευτερολογίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραφραστής — ο θηλ. παραφράστρια αυτός που παραφράζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)